- ἀκρίβωμα
- ἀκρῑβ-ωμα, τό,A exact knowledge,
τὸ κατὰ μέρος ἀ. Epicur.Ep.1p.3U.
; precise account, τινός ib.p.4 U.2 consummate display of execution, in music, Phld. Mus.p.90 K. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ κατὰ μέρος ἀ. Epicur.Ep.1p.3U.
; precise account, τινός ib.p.4 U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακρίβωμα — ἀκρίβωμα, το (Α) [ἀκριβῶ] 1. (στον Επίκουρο) η ακριβής γνώση 2. (στη μουσική) η σωστή ερμηνεία στην εκτέλεση … Dictionary of Greek
ἀκρίβωμα — exact knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβωμάτων — ἀκρίβωμα exact knowledge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβώματα — ἀκρίβωμα exact knowledge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβώματος — ἀκρίβωμα exact knowledge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… … Dictionary of Greek